- ντοκουμεντάρω
- μετ. документировать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ντοκουμεντάρω — τεκμηριώνω, στηρίζω τη γνώμη μου ή την άποψη μου σε ντοκουμέντα, αποδεικνύω κάτι με ντοκουμέντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. documentare «υποστηρίζω εγγράφως, τεκμηριώνω»] … Dictionary of Greek
ντοκουμεντάρισμα — το [ντοκουμεντάρω] τεκμηρίωση … Dictionary of Greek